- δανειζόμενος
- δανείζωput out money at usurypres part mp masc nom sgδανεϊζόμενος , δανείζωput out money at usurypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
αγροτική πίστη — Η ενίσχυση με ποικίλες μορφές δανεισμού της αγροτικής παραγωγής. Η α.π. διακρίνεται: α) Με βάση τον σκοπό δανεισμού, σε καταναλωτική και παραγωγική. Η πρώτη σκοπεύει στην εξυπηρέτηση άμεσων προσωπικών ή οικογενειακών αναγκών του αγρότη, ενώ η… … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek
Μακαβέγιεφ, Ντούσαν — (Dusan Makavejev, Βελιγράδι 1932 –). Σέρβος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε ψυχολογία και κινηματογράφο. Από τις πρώτες πειραματικές ταινίες του ήταν εμφανές το ανατρεπτικό και πρωτοποριακό ύφος του και χαρακτηρίστηκε ένας από τους… … Dictionary of Greek
πίστωσηή πίστη — Πράξη ανταλλαγής οικονομικών αγαθών μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η προσφορά του ενός δεν είναι ταυτόχρονη με την προσφορά του άλλου. Η π. είναι λοιπόν η ανταλλαγή ενός σημερινού αγαθού έναντι ενός μέλλοντος αγαθού ή … Dictionary of Greek
ՓՈԽԱՌՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0949 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 12c ա. δανειζόμενος, χρεωφειλέτης debitor. Որոյ առեալ իցէ յայլմէ դրամս ʼի փոխ. փոխապարտ. պարտապան. փոխ առնօղը. ... *Եղիցի. . . փոխատուն իբրեւ զփոխառուն: Փոխատուի եւ փոխառուի ʼի մի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)